Τού Γιώργου Ρούσση (*)
Η πρόσφατη πανωλεθρία της πάλαι ποτέ «κομμουνιστικής» Αριστεράς στην Ιταλία, σε συνδυασμό με αντίστοιχες ήττες της στη Γαλλία και στην Ισπανία, δεν αποτελεί κεραυνό εν αιθρία. Πρόκειται για την αναμενόμενη κατάληξη μιας ρεφορμιστικής στρατηγικής, την οποία εδώ και χρόνια και με συνέπεια ακολουθεί αυτή η Αριστερά, και η οποία, τουλάχιστον όσον αφορά στην πιο σύγχρονη εκδοχή της, ξεκινάει με το ευρωκομμουνιστικό ρεύμα, το οποίο με τη σειρά του αποτελούσε μια ρεφορμιστική ανάγνωση που επιδέχεται το έργο του Γκράμσι.
Στην πραγματικότητα, στο όνομα πραγματικών γεγονότων, όπως οι ιδιαιτερότητες της κάθε χώρας, ή και της Δυτικής Ευρώπης συνολικά, σε σχέση με τις συνθήκες που επικρατούσαν στην επαναστατική Ρωσία, μιας κριτικής απέναντι στα τεκταινόμενα στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού, ενός πραγματικού ρεύματος ενσωμάτωσης που διαπερνούσε και την εργατική τάξη, αυτά τα ΚΚ, αντί να οδηγηθούν στην αναζήτηση μιας κατάλληλης για τις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες τακτικής επαναστατικής ανατροπής του καπιταλισμού και επικράτησης του σοσιαλισμού-κομμουνισμού, οδηγήθηκαν στην εγκατάλειψη αυτού του στρατηγικού στόχου, που θεμελίωνε και την ίδια την ύπαρξή τους ως ΚΚ.
Ετσι εγκαταλείφθηκε τόσο η σοσιαλιστική-κομμουνιστική προοπτική, όσο και το μέσο επίτευξής της, η επανάσταση, για να αντικατασταθούν από τη συμμετοχή στην αστική διαχείριση ή την επιδίωξη αυτής της συμμετοχής, και τη μεταρρυθμιστική πολιτική.
Με άλλα λόγια, αυτή η Αριστερά, αντί να θέτει στον εαυτό της, στην εργατική τάξη και στην κοινωνία το δίλημμα σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα και να απαντάει σε αυτό το δίλημμα σοσιαλισμός, προωθώντας έτσι την ενεργοποίηση της εν δυνάμει επαναστατικής συνείδησης της εργατικής τάξης, έθετε ουσιαστικά το δίλημμα της καλύτερης ή χειρότερης διαχείρισης του αστικού συστήματος.
Η αναπόφευκτη συνέπεια σε βάθος χρόνου ήταν να ενισχυθεί η τάση ενσωμάτωσης, να ενισχυθεί η ιδεολογική ηγεμόνευση της αστικής τάξης και εν τέλει η κυριαρχία της.
Στην πιο σύγχρονη εκδοχή της, η λογική που επικράτησε στα ΚΚ αυτών των χωρών, από όταν στην Ισπανία στην ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος ήταν ο Σαντιάγκο Καρίγιο, με την «εθνική συμφιλίωση» και την αποδοχή ακόμη και της «συνταγματικής μοναρχίας» υπό τον υποδειχθέντα από τον Φράνκο, Χουάν Κάρλος, στην Ιταλία ο Ενρίκο Μπερλίνγκουερ με τον «ιστορικό συμβιβασμό» με τη Χριστιανοδημοκρατία, και στη Γαλλία ο Ζορζ Μαρσέ, με το «κοινό πρόγραμμα» με τον Μιτεράν, ήταν η λογική της αποδοχής της ρεφορμιστικής αρχής της «σύνθεσης με την κυρίαρχη τάξη», αντί της ανατροπής της, και αυτό σε συνδυασμό με την αποδοχή ότι μέσα από το συγκεκριμένο σχηματισμό της ΕΟΚικής τότε μορφής ολοκλήρωσης, ήταν δυνατόν να κυριαρχήσουν οι λαοί αντί των μονοπωλίων.
Και αυτή η λογική στη Γαλλία και στην Ιταλία εκφράστηκε και σε κυβερνητικό επίπεδο.
Και, ναι μεν, όσο ο ρεφορμισμός, λόγω της ίδιας της καπιταλιστικής ανάπτυξης, είχε περιθώρια ελιγμών και παραχωρήσεων, ήταν δυνατόν ευρύτερες λαϊκές μάζες να προτιμούν τη σοσιαλδημοκρατία και την «κομμουνιστική» ουρά της, όταν όμως το νεοφιλελεύθερο ρεύμα, που δεν είναι παρά η κεφαλαιοκρατική αντίδραση στη δομική κρίση του σύγχρονου καπιταλισμού, κυριάρχησε, τότε η κρίση ταυτότητας του ρεφορμισμού έπληξε περισσότερο απ' όλους και τα ήδη ρεφορμιστικά ΚΚ.
Και το πλήγμα αυτό ήταν ακόμη πιο ισχυρό στο βαθμό που αυτά τα ΚΚ πρόβαλλαν στα λόγια μεν την ανατροπή της νεοφιλελεύθερης πολιτικής, στην πράξη δε από κυβερνητικές θέσεις εφάρμοζαν αυτήν την πολιτική μόνο και μόνο για να διατηρούν έτσι τους υπουργικούς, κυβερνητικούς, βουλευτικούς, διοικητικούς τους θώκους.
Στην πραγματικότητα, παρά τη φαινομενικά αντίθετη εικόνα, η κατάσταση στις χώρες στις οποίες κυριάρχησε ο ευρωκομμουνισμός κατέληξε να είναι κάτι ανάλογο με αυτό που περιέγραφε ο Ενγκελς σ' ένα γράμμα του στον Κάουτσκι, αναφερόμενος στην Αγγλία του 1882, οπότε «δεν υπήρχε εργατικό κόμμα παρά μόνο συντηρητικό και φιλελεύθερο-ριζοσπαστικό κόμμα...».
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, ήταν αναμενόμενο οι λαϊκές μάζες, οι οποίες από τη μια υφίσταντο στο πετσί τους τη νεοφιλελεύθερη πολιτική και από την άλλη είχαν επί χρόνια και με ευθύνη και αυτών των ΚΚ διαπαιδαγωγηθεί στη λογική του καπιταλιστικού μονόδρομου, να αποστραφούν πριν απ' όλες τις δυνάμεις εκείνες, οι οποίες κατ' εξοχήν τις είχαν απογοητεύσει σαν εναλλακτική διαχειριστική λύση, και να στραφούν προς εκείνες τις δυνάμεις που εμφανίζονταν σαν οι πιο αποτελεσματικοί διαχειριστές του ίδιου τους του συστήματος.Οταν τα ίδια τα ΚΚ μετατρέπονταν σε μια από τις συνιστώσες του αστικού πολιτικού σκηνικού, θέλοντας να δημιουργήσουν την ψευδαίσθηση ότι έτσι οι λαϊκές μάζες βρίσκονται «στο κέντρο των εξελίξεων» ή ότι «παίζουν στην κεντρική πολιτική σκηνή», και στην πραγματικότητα τα μόνα συμφέροντα που εξυπηρετούσαν ήταν τα ιδιοτελή συμφέροντα της κομματικής γραφειοκρατίας, ήταν αναμενόμενο σε βάθος χρόνου να εξαφανιστούν.
Υπ' αυτήν την έννοια η συντριβή της «κομμουνιστικής» Αριστεράς σε Ιταλία, Γαλλία, Ισπανία αποτελεί την αναγγελία ενός προαναγγελθέντος θανάτου.
Προσοχή όμως. Δεν πρόκειται για το θάνατο του κομμουνισμού και των κομμουνιστικών κομμάτων, αλλά για εκείνο στον οποίο οδηγεί η εγκατάλειψη του κομμουνιστικού οράματος και του κομμουνιστικού χαρακτήρα των εργατικών κομμάτων. Η χρεοκοπία της ευρωκομμουνιστικής Αριστεράς συνιστά τη νομοτελειακή εξέλιξη της απάρνησης του κομμουνιστικού της χαρακτήρα και της ενσωμάτωσης της ηγεσίας της στην κυρίαρχη αστική τάξη πραγμάτων.
Στην Ελλάδα από αυτήν τη σκοπιά η «παρτίδα» σώθηκε αρχικά εδώ και σαράντα χρόνια στη 12η ευρεία Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ του 1968, οπότε και ηττήθηκαν οι δυνάμεις του αναθεωρητισμού, και στη συνέχεια το 1991, οπότε και μετά την παρεκτροπή του 1989 διασώθηκε και πάλι η αυτοτελής ύπαρξη του Κομμουνιστικού Κόμματος.
Αν στις παραπάνω περιπτώσεις είχαν επικρατήσει οι δυνάμεις του αναθεωρητισμού και δεν υπήρχε στη συνέχεια κάποια σθεναρή αντίδραση εκ μέρους των μελών και στελεχών του ΚΚΕ, είναι βέβαιο ότι το κομμουνιστικό κίνημα, αλλά και το ευρύτερο αριστερό κίνημα στη χώρα μας θα ήταν στη θέση που βρίσκονται σήμερα τα αντίστοιχα κινήματα στις χώρες που τη δεκαετία του '60 επικράτησε ο ευρωκομμουνισμός, δηλαδή στην ώρα μηδέν, όπου όλα πρέπει να ξεκινήσουν πάλι από την αρχή.
Ομως, ούτε εδώ ο πόλεμος κατά του δεξιού οπορτουνισμού έχει κριθεί οριστικά, και τούτο διότι είναι βέβαιο ότι τόσο η ντόπια κυρίαρχη τάξη όσο και η διεθνής αντίδραση θα επιχειρήσουν να τον νεκραναστήσουν στην προσπάθειά τους να καλύψουν το κενό του κυματοθραύστη των λαϊκών αντιδράσεων, που δημιούργησε η νεοφιλελεύθερη μετακίνηση του ΠΑΣΟΚ.Και η δύναμη, η οποία έχει όλα τα φόντα να ανταποκριθεί σε έναν τέτοιο ρόλο, είναι ο Συνασπισμός-ΣΥΡΙΖΑ.
Αυτή η εκτίμηση δεν απορρέει από μια δίκη προθέσεων αυτών των πολιτικών δυνάμεων ούτε καν από τη μέχρι πρόσφατα αναφανδόν ταξικά και αντιιμπεριαλιστικά ασυνεπή στάση του Συνασπισμού, κύριας συνιστώσας του ΣΥΡΙΖΑ, την οποία άλλωστε συνεχίζουν να τηρούν δημόσια επίλεκτα στελέχη του, αλλά κυρίως από το ότι και μετά την «αριστερή» στροφή του, αυτός αποτελείται από δυνάμεις των οποίων η προοδευτικότητα εξαντλείται, όπως λένε, στην καλύτερη περίπτωση στην υπέρβαση του καπιταλισμού, δίχως όμως να διευκρινίζεται το θεμελιακό έστω περιεχόμενο της μετακαπιταλιστικής εξουσίας (εργατική εξουσία, κοινωνικοποίηση των βασικών μέσων παραγωγής, σχεδιοποιημένη οικονομία, νέου τύπου δημοκρατία) παρά σαν συνολική αντιπαράθεση με τον υπαρκτό σοσιαλισμό, σε μια χειρότερη εκδοχή στην ουτοπική(δίχως την ανατροπή του καπιταλισμού) ανατροπή του νεοφιλελευθερισμού, και στη χειρότερη των περιπτώσεων στην επαναφορά του χαμένου παραδείσου του κράτους πρόνοιας ή ενός «καθαρού» Κέινς.
Ταυτόχρονα, δε διευκρινίζεται το κομβικό ζήτημα, κατά πόσο αυτή η μετάβαση στο έστω ασαφές «κάτι άλλο», θα αποτελεί ρήξη με την ντόπια και παγκόσμια (πιο ειδικά ευρωπαϊκή) εξουσία της αστικής τάξης, ή προοδευτική μετεξέλιξη αυτής της εξουσίας.
Ετσι, λοιπόν, ο κίνδυνος της διαμόρφωσης μιας νέας κεντροαριστεράς, η οποία θα περιλαμβάνει στους κόλπους της και μια «κομμουνιστική» συνιστώσα του τύπου εκείνων που η ευρωπαϊκή Αριστερά γέννησε τη δεκαετία του '60, είναι και πάλι προ των πυλών.Αυτός ο κίνδυνος είναι βέβαιο ότι πρέπει να αντιμετωπιστεί με την αποκάλυψη των ασυνεπειών, των εσωτερικών αντιθέσεων, των αντιθέσεων διακηρύξεων και πράξης, των συμβιβασμών των ΣΥΝ-ΣΥΡΙΖΑ, της ανάδειξης της έλλειψης ενός σαφούς στρατηγικού τους στόχου, και τη συνεπαγόμενη ασαφή τακτική τους.
Ομως, αυτού του τύπου η αρνητική-κριτική αντιμετώπιση δεν είναι επαρκής.Αυτή θα πρέπει να συνδυάζεται με την προβολή περισσότερο από ποτέ της αναγκαιότητας της ρήξης και όχι της μετεξέλιξης του κυρίαρχου συστήματος, με την προβολή της σοσιαλιστικής-κομμουνιστικής προοπτικής σαν της μοναδικής εφικτής λύσης απέναντι στην καπιταλιστική βαρβαρότητα, δίχως βεβαίως αυτό να σημαίνει την άκριτη υποστήριξη του υπαρκτού σοσιαλισμού. Στο τέλος της γραφής δεν υπάρχει κανένας λόγος η σύγχρονη κομμουνιστική Αριστερά να χρεώνεται τις όποιες παρεκτροπές του υπαρκτού σοσιαλισμού.
Επίσης, για την αντιμετώπιση αυτού του κινδύνου απαιτείται ο συνδυασμός της σταθερότητας στις κομμουνιστικές αρχές με τη μαρξική ανανέωση του ιδεολογικού οπλοστασίου, έτσι ώστε αυτό να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις των καιρών και να μην αφήνει το χώρο της θεωρητικής, ιδεολογικής αναζήτησης στα χέρια όσων, όπως οι ευρωκομμουνιστές, τον χρησιμοποίησαν για να αναθεωρήσουν το μαρξισμό και να τον γυρίσουν με το κεφάλι κάτω και τα πόδια πάνω.
Ταυτόχρονα και κυρίως θα πρέπει να προωθείται στην πράξη πιο θαρραλέα από ποτέ η οικοδόμηση του κοινωνικού και πολιτικού Μετώπου των αντικαπιταλιστικών-αντιιμπεριαλιστικών δυνάμεων, και να επιδιώκεται όχι μόνο η καθαρότητα των υπαρχουσών συνεπών δυνάμεων, αλλά και η κατάκτηση από αυτές της ηγεμονίας τόσο στο χώρο της Αριστεράς, όσο και στο χώρο των ευρύτερων λαϊκών δυνάμεων, οι οποίες απεγκλωβίζονται από το μαντρί του δικομματισμού.-
-----------
(*) Ο Γιώργος Ρούσης είναι Καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
( Το Άρθρο αυτό δημοσιεύθηκε στον ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ τού Σαββάτου, 24.05.2008)
Η πρόσφατη πανωλεθρία της πάλαι ποτέ «κομμουνιστικής» Αριστεράς στην Ιταλία, σε συνδυασμό με αντίστοιχες ήττες της στη Γαλλία και στην Ισπανία, δεν αποτελεί κεραυνό εν αιθρία. Πρόκειται για την αναμενόμενη κατάληξη μιας ρεφορμιστικής στρατηγικής, την οποία εδώ και χρόνια και με συνέπεια ακολουθεί αυτή η Αριστερά, και η οποία, τουλάχιστον όσον αφορά στην πιο σύγχρονη εκδοχή της, ξεκινάει με το ευρωκομμουνιστικό ρεύμα, το οποίο με τη σειρά του αποτελούσε μια ρεφορμιστική ανάγνωση που επιδέχεται το έργο του Γκράμσι.
Στην πραγματικότητα, στο όνομα πραγματικών γεγονότων, όπως οι ιδιαιτερότητες της κάθε χώρας, ή και της Δυτικής Ευρώπης συνολικά, σε σχέση με τις συνθήκες που επικρατούσαν στην επαναστατική Ρωσία, μιας κριτικής απέναντι στα τεκταινόμενα στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού, ενός πραγματικού ρεύματος ενσωμάτωσης που διαπερνούσε και την εργατική τάξη, αυτά τα ΚΚ, αντί να οδηγηθούν στην αναζήτηση μιας κατάλληλης για τις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες τακτικής επαναστατικής ανατροπής του καπιταλισμού και επικράτησης του σοσιαλισμού-κομμουνισμού, οδηγήθηκαν στην εγκατάλειψη αυτού του στρατηγικού στόχου, που θεμελίωνε και την ίδια την ύπαρξή τους ως ΚΚ.
Ετσι εγκαταλείφθηκε τόσο η σοσιαλιστική-κομμουνιστική προοπτική, όσο και το μέσο επίτευξής της, η επανάσταση, για να αντικατασταθούν από τη συμμετοχή στην αστική διαχείριση ή την επιδίωξη αυτής της συμμετοχής, και τη μεταρρυθμιστική πολιτική.
Με άλλα λόγια, αυτή η Αριστερά, αντί να θέτει στον εαυτό της, στην εργατική τάξη και στην κοινωνία το δίλημμα σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα και να απαντάει σε αυτό το δίλημμα σοσιαλισμός, προωθώντας έτσι την ενεργοποίηση της εν δυνάμει επαναστατικής συνείδησης της εργατικής τάξης, έθετε ουσιαστικά το δίλημμα της καλύτερης ή χειρότερης διαχείρισης του αστικού συστήματος.
Η αναπόφευκτη συνέπεια σε βάθος χρόνου ήταν να ενισχυθεί η τάση ενσωμάτωσης, να ενισχυθεί η ιδεολογική ηγεμόνευση της αστικής τάξης και εν τέλει η κυριαρχία της.
Στην πιο σύγχρονη εκδοχή της, η λογική που επικράτησε στα ΚΚ αυτών των χωρών, από όταν στην Ισπανία στην ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος ήταν ο Σαντιάγκο Καρίγιο, με την «εθνική συμφιλίωση» και την αποδοχή ακόμη και της «συνταγματικής μοναρχίας» υπό τον υποδειχθέντα από τον Φράνκο, Χουάν Κάρλος, στην Ιταλία ο Ενρίκο Μπερλίνγκουερ με τον «ιστορικό συμβιβασμό» με τη Χριστιανοδημοκρατία, και στη Γαλλία ο Ζορζ Μαρσέ, με το «κοινό πρόγραμμα» με τον Μιτεράν, ήταν η λογική της αποδοχής της ρεφορμιστικής αρχής της «σύνθεσης με την κυρίαρχη τάξη», αντί της ανατροπής της, και αυτό σε συνδυασμό με την αποδοχή ότι μέσα από το συγκεκριμένο σχηματισμό της ΕΟΚικής τότε μορφής ολοκλήρωσης, ήταν δυνατόν να κυριαρχήσουν οι λαοί αντί των μονοπωλίων.
Και αυτή η λογική στη Γαλλία και στην Ιταλία εκφράστηκε και σε κυβερνητικό επίπεδο.
Και, ναι μεν, όσο ο ρεφορμισμός, λόγω της ίδιας της καπιταλιστικής ανάπτυξης, είχε περιθώρια ελιγμών και παραχωρήσεων, ήταν δυνατόν ευρύτερες λαϊκές μάζες να προτιμούν τη σοσιαλδημοκρατία και την «κομμουνιστική» ουρά της, όταν όμως το νεοφιλελεύθερο ρεύμα, που δεν είναι παρά η κεφαλαιοκρατική αντίδραση στη δομική κρίση του σύγχρονου καπιταλισμού, κυριάρχησε, τότε η κρίση ταυτότητας του ρεφορμισμού έπληξε περισσότερο απ' όλους και τα ήδη ρεφορμιστικά ΚΚ.
Και το πλήγμα αυτό ήταν ακόμη πιο ισχυρό στο βαθμό που αυτά τα ΚΚ πρόβαλλαν στα λόγια μεν την ανατροπή της νεοφιλελεύθερης πολιτικής, στην πράξη δε από κυβερνητικές θέσεις εφάρμοζαν αυτήν την πολιτική μόνο και μόνο για να διατηρούν έτσι τους υπουργικούς, κυβερνητικούς, βουλευτικούς, διοικητικούς τους θώκους.
Στην πραγματικότητα, παρά τη φαινομενικά αντίθετη εικόνα, η κατάσταση στις χώρες στις οποίες κυριάρχησε ο ευρωκομμουνισμός κατέληξε να είναι κάτι ανάλογο με αυτό που περιέγραφε ο Ενγκελς σ' ένα γράμμα του στον Κάουτσκι, αναφερόμενος στην Αγγλία του 1882, οπότε «δεν υπήρχε εργατικό κόμμα παρά μόνο συντηρητικό και φιλελεύθερο-ριζοσπαστικό κόμμα...».
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, ήταν αναμενόμενο οι λαϊκές μάζες, οι οποίες από τη μια υφίσταντο στο πετσί τους τη νεοφιλελεύθερη πολιτική και από την άλλη είχαν επί χρόνια και με ευθύνη και αυτών των ΚΚ διαπαιδαγωγηθεί στη λογική του καπιταλιστικού μονόδρομου, να αποστραφούν πριν απ' όλες τις δυνάμεις εκείνες, οι οποίες κατ' εξοχήν τις είχαν απογοητεύσει σαν εναλλακτική διαχειριστική λύση, και να στραφούν προς εκείνες τις δυνάμεις που εμφανίζονταν σαν οι πιο αποτελεσματικοί διαχειριστές του ίδιου τους του συστήματος.Οταν τα ίδια τα ΚΚ μετατρέπονταν σε μια από τις συνιστώσες του αστικού πολιτικού σκηνικού, θέλοντας να δημιουργήσουν την ψευδαίσθηση ότι έτσι οι λαϊκές μάζες βρίσκονται «στο κέντρο των εξελίξεων» ή ότι «παίζουν στην κεντρική πολιτική σκηνή», και στην πραγματικότητα τα μόνα συμφέροντα που εξυπηρετούσαν ήταν τα ιδιοτελή συμφέροντα της κομματικής γραφειοκρατίας, ήταν αναμενόμενο σε βάθος χρόνου να εξαφανιστούν.
Υπ' αυτήν την έννοια η συντριβή της «κομμουνιστικής» Αριστεράς σε Ιταλία, Γαλλία, Ισπανία αποτελεί την αναγγελία ενός προαναγγελθέντος θανάτου.
Προσοχή όμως. Δεν πρόκειται για το θάνατο του κομμουνισμού και των κομμουνιστικών κομμάτων, αλλά για εκείνο στον οποίο οδηγεί η εγκατάλειψη του κομμουνιστικού οράματος και του κομμουνιστικού χαρακτήρα των εργατικών κομμάτων. Η χρεοκοπία της ευρωκομμουνιστικής Αριστεράς συνιστά τη νομοτελειακή εξέλιξη της απάρνησης του κομμουνιστικού της χαρακτήρα και της ενσωμάτωσης της ηγεσίας της στην κυρίαρχη αστική τάξη πραγμάτων.
Στην Ελλάδα από αυτήν τη σκοπιά η «παρτίδα» σώθηκε αρχικά εδώ και σαράντα χρόνια στη 12η ευρεία Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ του 1968, οπότε και ηττήθηκαν οι δυνάμεις του αναθεωρητισμού, και στη συνέχεια το 1991, οπότε και μετά την παρεκτροπή του 1989 διασώθηκε και πάλι η αυτοτελής ύπαρξη του Κομμουνιστικού Κόμματος.
Αν στις παραπάνω περιπτώσεις είχαν επικρατήσει οι δυνάμεις του αναθεωρητισμού και δεν υπήρχε στη συνέχεια κάποια σθεναρή αντίδραση εκ μέρους των μελών και στελεχών του ΚΚΕ, είναι βέβαιο ότι το κομμουνιστικό κίνημα, αλλά και το ευρύτερο αριστερό κίνημα στη χώρα μας θα ήταν στη θέση που βρίσκονται σήμερα τα αντίστοιχα κινήματα στις χώρες που τη δεκαετία του '60 επικράτησε ο ευρωκομμουνισμός, δηλαδή στην ώρα μηδέν, όπου όλα πρέπει να ξεκινήσουν πάλι από την αρχή.
Ομως, ούτε εδώ ο πόλεμος κατά του δεξιού οπορτουνισμού έχει κριθεί οριστικά, και τούτο διότι είναι βέβαιο ότι τόσο η ντόπια κυρίαρχη τάξη όσο και η διεθνής αντίδραση θα επιχειρήσουν να τον νεκραναστήσουν στην προσπάθειά τους να καλύψουν το κενό του κυματοθραύστη των λαϊκών αντιδράσεων, που δημιούργησε η νεοφιλελεύθερη μετακίνηση του ΠΑΣΟΚ.Και η δύναμη, η οποία έχει όλα τα φόντα να ανταποκριθεί σε έναν τέτοιο ρόλο, είναι ο Συνασπισμός-ΣΥΡΙΖΑ.
Αυτή η εκτίμηση δεν απορρέει από μια δίκη προθέσεων αυτών των πολιτικών δυνάμεων ούτε καν από τη μέχρι πρόσφατα αναφανδόν ταξικά και αντιιμπεριαλιστικά ασυνεπή στάση του Συνασπισμού, κύριας συνιστώσας του ΣΥΡΙΖΑ, την οποία άλλωστε συνεχίζουν να τηρούν δημόσια επίλεκτα στελέχη του, αλλά κυρίως από το ότι και μετά την «αριστερή» στροφή του, αυτός αποτελείται από δυνάμεις των οποίων η προοδευτικότητα εξαντλείται, όπως λένε, στην καλύτερη περίπτωση στην υπέρβαση του καπιταλισμού, δίχως όμως να διευκρινίζεται το θεμελιακό έστω περιεχόμενο της μετακαπιταλιστικής εξουσίας (εργατική εξουσία, κοινωνικοποίηση των βασικών μέσων παραγωγής, σχεδιοποιημένη οικονομία, νέου τύπου δημοκρατία) παρά σαν συνολική αντιπαράθεση με τον υπαρκτό σοσιαλισμό, σε μια χειρότερη εκδοχή στην ουτοπική(δίχως την ανατροπή του καπιταλισμού) ανατροπή του νεοφιλελευθερισμού, και στη χειρότερη των περιπτώσεων στην επαναφορά του χαμένου παραδείσου του κράτους πρόνοιας ή ενός «καθαρού» Κέινς.
Ταυτόχρονα, δε διευκρινίζεται το κομβικό ζήτημα, κατά πόσο αυτή η μετάβαση στο έστω ασαφές «κάτι άλλο», θα αποτελεί ρήξη με την ντόπια και παγκόσμια (πιο ειδικά ευρωπαϊκή) εξουσία της αστικής τάξης, ή προοδευτική μετεξέλιξη αυτής της εξουσίας.
Ετσι, λοιπόν, ο κίνδυνος της διαμόρφωσης μιας νέας κεντροαριστεράς, η οποία θα περιλαμβάνει στους κόλπους της και μια «κομμουνιστική» συνιστώσα του τύπου εκείνων που η ευρωπαϊκή Αριστερά γέννησε τη δεκαετία του '60, είναι και πάλι προ των πυλών.Αυτός ο κίνδυνος είναι βέβαιο ότι πρέπει να αντιμετωπιστεί με την αποκάλυψη των ασυνεπειών, των εσωτερικών αντιθέσεων, των αντιθέσεων διακηρύξεων και πράξης, των συμβιβασμών των ΣΥΝ-ΣΥΡΙΖΑ, της ανάδειξης της έλλειψης ενός σαφούς στρατηγικού τους στόχου, και τη συνεπαγόμενη ασαφή τακτική τους.
Ομως, αυτού του τύπου η αρνητική-κριτική αντιμετώπιση δεν είναι επαρκής.Αυτή θα πρέπει να συνδυάζεται με την προβολή περισσότερο από ποτέ της αναγκαιότητας της ρήξης και όχι της μετεξέλιξης του κυρίαρχου συστήματος, με την προβολή της σοσιαλιστικής-κομμουνιστικής προοπτικής σαν της μοναδικής εφικτής λύσης απέναντι στην καπιταλιστική βαρβαρότητα, δίχως βεβαίως αυτό να σημαίνει την άκριτη υποστήριξη του υπαρκτού σοσιαλισμού. Στο τέλος της γραφής δεν υπάρχει κανένας λόγος η σύγχρονη κομμουνιστική Αριστερά να χρεώνεται τις όποιες παρεκτροπές του υπαρκτού σοσιαλισμού.
Επίσης, για την αντιμετώπιση αυτού του κινδύνου απαιτείται ο συνδυασμός της σταθερότητας στις κομμουνιστικές αρχές με τη μαρξική ανανέωση του ιδεολογικού οπλοστασίου, έτσι ώστε αυτό να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις των καιρών και να μην αφήνει το χώρο της θεωρητικής, ιδεολογικής αναζήτησης στα χέρια όσων, όπως οι ευρωκομμουνιστές, τον χρησιμοποίησαν για να αναθεωρήσουν το μαρξισμό και να τον γυρίσουν με το κεφάλι κάτω και τα πόδια πάνω.
Ταυτόχρονα και κυρίως θα πρέπει να προωθείται στην πράξη πιο θαρραλέα από ποτέ η οικοδόμηση του κοινωνικού και πολιτικού Μετώπου των αντικαπιταλιστικών-αντιιμπεριαλιστικών δυνάμεων, και να επιδιώκεται όχι μόνο η καθαρότητα των υπαρχουσών συνεπών δυνάμεων, αλλά και η κατάκτηση από αυτές της ηγεμονίας τόσο στο χώρο της Αριστεράς, όσο και στο χώρο των ευρύτερων λαϊκών δυνάμεων, οι οποίες απεγκλωβίζονται από το μαντρί του δικομματισμού.-
-----------
(*) Ο Γιώργος Ρούσης είναι Καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
( Το Άρθρο αυτό δημοσιεύθηκε στον ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ τού Σαββάτου, 24.05.2008)
Ο Ρούσσης είναι θεός (από παλιά)
ΑπάντησηΔιαγραφήΕξαιρετικός καί πάντοτε ταξικά διεισδυτικός!
ΑπάντησηΔιαγραφήΤον παρακολουθώ πάντοτε!