Κυριακή 20 Ιουνίου 2010

Για τη Μάχη Βρακά - Σουβαλιώτη

Για τη Μάχη Βρακά - Σουβαλιώτη
την αγαπημένη φίλη και συνάδελφο, φιλόλογο του 8ου Γυμνασίου Πατρών.

Ποιες λέξεις είναι άραγε ικανές να αποτυπώσουν το μέγεθος της οδύνης, της απελπισίας, της φρίκης που νιώσαμε όλοι μας, όταν πληροφορηθήκαμε τον απροσδόκητο χαμό σου; Δεν υπήρχε περίπτωση ούτε ένας από μας τους συναδέλφους σου του 8ου Γυμνασίου Πατρών ,έχοντας μπρος στα μάτια του τη θωριά σου, γεμάτη ζωή και νιάτα, να σκεφτεί ποτέ του ότι θα σε άγγιζε ο θάνατος. Είναι από τα εντελώς αδιανόητα.
Δεν συνήθιζες να μας ξαφνιάζεις. Όλη σου η παρουσία και προσωπικότητα απέπνεε μεθοδικότητα, πειθαρχία, προγραμματισμό, οργάνωση. Μια ήρεμη δύναμη. Είχα την ευτυχία να συνεργαστώ μαζί σου από την πρώτη στιγμή που ήρθες στο σχολείο. Συνέπεσε να παίρνουμε μαζί κάθε χρόνο τις ίδιες τάξεις. Να προγραμματίζουμε τη διδασκαλία μας, να οργανώνουμε την ύλη, να βγάζουμε κοινά θέματα στις εξετάσεις, Μαΐου και Σεπτεμβρίου. Δεν ανησύχησα ποτέ για τίποτα. Μια κουβέντα, μια συνεννόηση, απλά, λιτά , και όλα κυλούσαν ρολόι.
Συνεπής στην εργασία του σχολείου, υπεύθυνη, ευσυνείδητη και ευαίσθητη στην τάξη σου, γεμάτη αγάπη και έγνοια για τα παιδιά, ευγενική, αξιοπρεπής, καλοσυνάτη με τους συναδέλφους. Δεν άφησες κανένα παράπονο στο πέρασμά σου από δίπλα μας. Το μεγάλο ,ασήκωτο παράπονο είναι η απουσία σου από κοντά μας. Το ξέρουμε, δεν ήθελες εσύ να μας αφήσεις και ακόμη περισσότερο δε θα άφηνες ποτέ τα λατρεμένα σου παιδιά, τον αγαπημένο σου σύζυγο. Κάτι έφταιξε Μάχη μου. Τι; Ακόμα δεν ξέρουμε. Όλοι με φρίκη και οδύνη αναρωτιόμαστε γιατί. Αισθανόμαστε εντελώς ανίσχυροι να κατανοήσουμε, να αποδεχτούμε, να διαχειριστούμε ένα τέτοιο γεγονός. Δεν αντιμετωπίζεται με τίποτα.
Βαριά η ατμόσφαιρα την Πέμπτη στο γραφείο. Σε ψάχναμε απεγνωσμένα με τα μάτια και την ψυχή μας. Δεν θέλαμε να δεχτούμε την άδεια θέση σου, σε περιμέναμε να φανείς από κάπου. Δεν το πιστεύαμε ότι έφυγες από κοντά μας για πάντα. Εκείνο το πολύβουο γραφείο μας, όπως πολύ καλά το γνώριζες, έμεινε βουβό. Τα πρόσωπά μας χλωμά και αποσβολωμένα. Σιωπή για πολλή ώρα ή ακριβέστερα, αδιάκοπο, βουβό κλάμα από όλες τις κατευθύνσεις. Θέλω να στο επαναλάβω πολλές φορές: δεν το πιστεύουμε, δεν το δεχόμαστε, αρνούμαστε να παραδεχτούμε ότι έφυγες, κανένας δεν μπορεί να πει το ρήμα “πέθανες”. Και αν θέλεις να σου το πω καθαρότερα, νιώθουμε και λιγάκι σαν εξαπατημένοι, γιατί ποτέ δε μας πήγε στο μυαλό, ποτέ δε μας πέρασε από το νου ότι η δροσερή παρουσία σου, η αίσθηση υγείας και δύναμης που απέπνεες, θα σταματούσαν έτσι απότομα και ανεξήγητα.
Όταν με τόση αγάπη και αφοσίωση μιλούσες για την οικογένειά σου, τον Σπύρο, τον Γιώργο, τον Αλέξανδρο, ποιος θα φανταζόταν ότι μπορούσες έτσι ξαφνικά να φύγεις από κοντά τους, γεμίζοντάς τους πίκρα, οδύνη και ατέλειωτα ερωτηματικά; Εσύ δεν τους άφηνες ποτέ. Ήταν η έγνοια σου να τους προσφέρεις τα πάντα, να μη δυσκολεύονται σε τίποτα, όλα να τα προλαβαίνεις. Συνεπής και υπεύθυνη παντού.
Ειλικρινά δεν ξέρω τι θα το κάνω αυτό το κείμενο. Να το διαβάσω στην εκκλησία, εκείνη την ώρα της πορείας σου στο άγνωστο δεν θα τα καταφέρω. Να το δημοσιεύσω σε εφημερίδα; Δεν ξέρω. Εκείνο που ξέρω είναι ότι πνιγόμαστε όλοι οι συνάδελφοί σου στο σχολείο, θέλουμε να σου μιλήσουμε, να σου στείλουμε ένα γράμμα, να διώξουμε λίγο από πάνω μας τη μυλόπετρα της θλίψης που μας συντρίβει. Να σου θυμίσουμε ότι σ' αγαπάμε πολύ. Η παρουσία σου ανάμεσά μας θα είναι μόνιμη, θα σε έχουμε κοντά μας με τα λόγια και τη σκέψη μας. Δεν ξεχνιέσαι Μάχη μας.
Πληγωθήκαμε και θυμώσαμε παράλληλα για αυτό το αφύσικο, ακατανόητο, απρόσμενο γεγονός. Συγκλονίστηκαν και οι μαθητές μας, τωρινοί και παλιότεροι, από την είδηση του χαμού σου. Ειδοποιήσαμε μαθητές σου προηγουμένων ετών. Παίρνουν και ξαναπαίρνουν τηλέφωνο να ενημερωθούν για την ώρα του οριστικού σου ταξιδιού από κοντά μας. Θέλουν να σε αποχαιρετήσουν και να σε ευχαριστήσουν για τα τόσα πολλά που τους προσέφερες σε γνώσεις, σε αγάπη, σε κατανόηση, σε φροντίδα και στοργή. Εντάξει Μάχη μου, το ξέρουμε, δε σου αρέσουν τα πολλά λόγια, κοκκινίζεις με τους επαίνους. Ήσουν πάντοτε σεμνή και διακριτική. Όμως σ΄εμάς δεν έχει μείνει τίποτε άλλο να κάνουμε για σένα, παρά να σου εκφράζουμε τον πόνο και την αγάπη μας.
Θέλω να σε αποχαιρετήσω με ένα ποίημα του συμπατριώτη σου κύπριου ποιητή, Κυριάκου Χαραλαμπίδη, “Γλυκό του κουταλιού”. Ξέρεις εσύ γιατί. …..
Να ιδώ ποιος είμαι ζύγωσα και πούθε
το χώμα μου κρατά.
Μπήκα και στάθηκα
στο σπίτι τ' αλμυρό, σιμά σε λάκκο.

Μια μαντιλοδεμένη μου' φερε νερό,
μου πρόσφερε γλυκό• ευχαριστώ την.

Έκοψε και καρπούς από τον Κήπο
του ποθητού σπιτιού μου, φρούτα λαμπερά
ό, τι λογής, διάχυτα με χείλη
πραγματικά και μέλη εμποτισμένα
στην καλοσύνη της χαράς αντιδωρήματα.

Της είπα ευχαριστώ, αναθάρρησα και ζήτησα
το σπίτι μου να ιδώ, αν επιτρέπεται
.

“Και βέβαια επιτρέπεται”, μου λέει•
μπορείς να' ρθείς και στην κρεβατοκάμαρα.

Μπαίνω, θωρώ τη μάνα μου στον τοίχο
να με κοιτάει από 'να κάδρο. Αφήνω
την εντροπή και γύρεψα να πάρω
τη μάνα μου ο δόλιος απ' την Τροία.

“Πάρτηνε” λέει αυτή σαν καλογέλαστη,
“τι να την κάνω τώρα πια που ξέρω;
Να πούμε την αλήθεια, τη νομίσαμε
ηθοποιό με κείνη την κοτσίδα
και τα λουλούδια γύρω της και με τη χάρη
που την ομπρέλα της κρατεί”.

Άξιζε βέβαια να προσθέσει και το χέρι
που γαντοφορεμένο, ραδινό
σε καναπέ ακουμπούσε• αλλά τι περιμένεις;

Σάμπως γνωρίζει πόσοι αιώνες κύλησαν
ίσαμε που να φτάσουμε στη σύνταξη
γλυκό του κουταλιού;
μεγάλο θέμα.

Πάλι καλά που μ' άφησε και μπήκα
στο σπίτι μου το πατρικό η γυναίκα.
Μη συνεχίσουμε άλλο και αγριέψει.
Το μόνο που εύχομαι: από καιρού εις καιρό
να' χω την άδεια της να ξανάβλεπα
την όψη τη γλυκιά του ποθητού μου.-

Καλό σου ταξίδι αγαπημένη μας.Πάτρα, 18.06.2010
Διονυσία Μωραΐτη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλώ, γράφετε ΠΑΝΤΟΤΕ Ελληνικά! *** Όχι μέ Λατινικούς χαρακτήρες!